υπανατέλλω

υπανατέλλω
Α [ἀνατέλλω]
1. εμφανίζομαι από κάτω, αναβλύζω («πηγὴ ὑπανατέλλουσα», Αιλ.)
2. μέσ. ὑπανατέλλομαι
αναφαίνομαι ανεπαίσθητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”